Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κταμένοισιν ἐπ

См. также в других словарях:

  • κταμένοισιν — κτᾱμένοισιν , κτάομαι procure for oneself pres part mp masc/neut dat pl (aeolic) κτείνω kill aor part mid masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύθρος — (I) λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α) 1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.) 2. κηλίδα από τέτοιο αίμα 3. το ακάθαρτο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»